- περιπεσόντες
- περιπίπτωfall aroundaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въпастисѧ — ВЪПА|СТИСѦ (39), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Упасть: да впадшиисѩ ско(т) на раму възнесе(т). (ἐμπεπτωκός) ГБ XIV, 75а. 2. Попасть, упасть (во что л.): Съдьржѩи коньцѩ въ гробѣ полагаѥшисѩ х҃е. да въпадъша˫асѩ въ адъ. избавиши чл(в)кы. УСт ХІІ/ХІІІ, 33 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek